- κριθάλευρον
- κρῑθ-άλευρον [ᾰ], τό,A barley-meal, Aët.12.71.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κριθάλευρον — barley meal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθαλεύρου — κριθάλευρον barley meal neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθάλευρο — το (AM κριθάλευρον) αλεύρι παρασκευασμένο από κριθάρι … Dictionary of Greek